συστατικός

συστατικός
-ή, -ό / συστατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύσταση
2. αυτός με τον οποίο διαβιβάζεται σύσταση, καλή πληροφορία ή παράκληση για κάποιον («εἰ μὴ χρῄζομεν ὥς τινες συστατικῶν ἐπιστολῶν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ)
3. αυτός που έχει χαρακτήρα ή δύναμη σύστασης
4. το θηλ. ως ουσ. η συστατική
επιστολή με την οποία συνιστάται κάποιος
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελεί μέρος ενός συνόλου, μηχανήματος, συσκευής, παρασκευάσματος
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το συστατικό ή τα συστατικά
το μέρος ή τα μέρη που συγκροτούν ένα σύνολο
μσν.-αρχ.
συνεκτικός, συνδετικός («συστατικὰ μόρια», Σέξτ. Εμπ.)
αρχ.
1. αυτός που κάνει κάτι πηχτό, στερεωτικός
2. αυτός που παράγει κάτι («ὑπὸ τῆς φλεγμονῆς ταρασσομένην τὴν καρδίαν τοῡδε τοῡ πάθους συστατικὴν γίνεσθαι», Ηρόδ. Ιατρ.)
3. αυτός που επικυρώνει
4. αυτός που αναστέλλει, που αναχαιτίζει
5. το ουδ. ως ουσ. α) έγραφη εξουσιοδότηση, πληρεξούσιο
β) συμφωνητικό διορισμού αντιπροσώπου
γ) ο μισθός διδασκάλου
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (ενν. γράμματα) έγγραφες συστάσεις.
επίρρ...
συστατικώς Μ
με συνδετικό τρόπο, με συνοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συστα- τού συνίστημι (πρβλ. συστα-σις) + κατάλ. -τικός (πρβλ. παρα-στατικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συστατικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατικός — ή, ό 1. αυτός που αποτελεί μέρος ενός όλου: Αναλύθηκε το νερό στα συστατικά του μέρη. 2. αυτός με τον οποίο γίνονται συστάσεις: Μου έδωσε ο εργοδότης μου μια συστατική επιστολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συστατικά — συστατικός of neut nom/voc/acc pl συστατικά̱ , συστατικός of fem nom/voc/acc dual συστατικά̱ , συστατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατικώτερον — συστατικός of adverbial comp συστατικός of masc acc comp sg συστατικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατικῶν — συστατικός of fem gen pl συστατικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατικόν — συστατικός of masc acc sg συστατικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατικαῖς — συστατικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατικαί — συστατικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατικοῖς — συστατικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατικοί — συστατικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”